- κρυόμπλαστρο
- το замороженный судак (о вялом, неинтересном человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυόμπλαστρο — το 1. κρύο έμπλαστρο 2. μτφ. άτομο που υστερεί σε ελκυστικότητα ως προς την εμφάνιση, τους τρόπους ή την έκφραση, κρύος, αντιπαθητικός, ανιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + έμπλαστρο] … Dictionary of Greek